δάχτυλο — το 1. ονομασία των αρθρωτών οστέινων τμημάτων στα οποία καταλήγουν τα άκρα του ανθρώπου καθώς και πολλών ζώων: Χτύπησα το μεγάλο δάχτυλό μου. 2. φρ., «Κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του», αρνείται να δεχτεί, να δει ή να αντιμετωπίσει την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… … Dictionary of Greek
ακροδάκτυλο — το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και δάχτυλο) η άκρη τού δαχτύλου μσν. το μεγάλο δάχτυλο τού χεριού νεοελλ. το μικρό δάχτυλο τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + δάκτυλος το μικρό δάχτυλο του χεριού. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά] … Dictionary of Greek
μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
δαχτυλάκι — το 1. μικρό ή μικροκαμωμένο δάχτυλο 2. το ακραίο προς τα έξω δάχτυλο τών χεριών ή τών ποδιών 3. φρ. α) «δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του» δεν έκανε ούτε την παραμικρή ενέργεια, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου β) «το δαχτυλάκι του να κουνήσει είναι… … Dictionary of Greek